-
1 космос
космос м о κόσμος, το διάστημα; освоение \космоса η κατάχτηση του διαστήματος* * *мο κόσμος, το διάστημαосвое́ние ко́смоса — η κατάχτηση του διαστήματος
-
2 излучение
η ακτινοβολίαрадиоактивное - ραδιενεργός -, η ραδιενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучение
-
3 αχανές
τό1) бездна, пропасть; 2) беспредельность, бесконечность, необъятность;τό αχανές τού Διαστήματος — космическое пространство; — открытый космос;
τό αχανές τού Σύμπαντος — безграничность вселённой;
§ μένω στο αχανέςαχανές — оказываться в безнадёжном положении
-
4 пространственный
επ.του χώρου, του διαστήματος, της έκτασης. -
5 ανεκλειπτος
2непрекращающийся, нескончаемый, неистощимый(δύναμις Plut.; χορηγία Diod.; τὰ μέρη τοῦ διαστήματος Sext.)
-
6 барокамера
ο βαρομετρικός θάλαμος, ο θάλαμος ελεγχόμενης πίεσης/βαρύτηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > барокамера
-
7 исследование
1. (научно-исследовательская работа) η μελέτη, η εξερεύνηση- в области больших скоростей ав. - στην περιοχή των μεγάλων ταχυτήτων3. (лётное, географическое, космическое и т.п.) η διερεύνηση, η έρευνα 4. (анализ) η εξέταση, η ανάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исследование
-
8 освоение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освоение
-
9 радиация
η ακτινοβολίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиация
-
10 διάστημα
τό1) промежуток, период (времени);χρονικό διάστημα — срок, промежуток времени;
διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
σε διάστημα... — или κατά το διάστημα... — или εν διαστήματι... — в течение, в продолжение...;
σε σύντομο διάστημα — за короткий срок;
κατά διάστήματα — время от времени;
2) интервал, промежуток, пространство; расстояние;3) космос, космическое пространство;πτήση στο διάστημα — космический полёт;
η εξερεύνηση τού διάστήματος — изучение, освоение космоса;
4) муз. интервал;5) полигр, шпация;βάλλω διάστήματα — отбивать шпациями
-
11 освоение
-я ουδ.αφομοίωση• αξιοποίηση καλλιέργεια•освоение нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης από τους μαθητές•
освоение новых методов производства αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής.
|| κατάχτηση• καλλιέργεια•освоение техники η κατάχτηση της τεχνικής•
освоение космоса κατάχτηση του Διαστήματος•
освоение целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών.
-
12 διά
διά, durch, zwischen. Zu Grunde liegt der Begriff der Trennung, »in zwei Theile«; Wurzel ΔFι, verwandt δύο, δίς, Latein. duo, bis, viginti, dis-, Sanskrit. vi, s. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 39. 204.
Als Adverb. kann διά gebraucht zu sein scheinen in dem Ausdrucke διὰ πρό, was aber wohl besser als ein Wort geschrieben wird, διαπρό.
Als Praeposit. wird διά verbunden:
A. Mit dem genitiv.: Durch; – 1) vom Raume, und zwar – a) durch einen Raum hindurch u. wieder heraus, z. B. δι' ὤμου, δι' ἀσπίδος u. ä., ἦλϑεν ἔγχος, drang durch die Schulter, durch den Schild hindurch, oft bei Hom.; ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pind. N. 7, 26; vgl. P. 3, 57; τιτρώσκειν διὰ ϑώρακος, durch den Panzer hindurch verwunden, Xen. An. 1, 8, 26; φαίνεται πῦρ διὰ τοῦ ὀρόφου, das Feuer schlägt durch das Dach heraus, 7, 4, 16. Aehnl. διὰ τοῠ ὕδατος ὁρῶν ἥλιον, durch das Wasser hindurch die Sonne sehen, Plat. Phaed. 109 c. – Διὰ τέλους, bis zum Ende hindurch, vollständig, Aesch. Prom. 270; διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), durch alle Saiten, Töne hin, gänzlich, Plat. Rep. IV, 432 n; bes. von der Oktave. – b)ohne die Bezeichnung des Wiederherauskommens, mitten durch, durch etwas hin; bes. bei Verbis der Bewegung: διὰ νήσου ἰὸν Od. 12, 335, u. öfter; διὰ ϑαλάσσας πέταται Pind. N. 6, 50; ἐλῶσι διὰ ἠπείρου μακρᾶς Aesch. Eum. 75; οἴκτου δι' οἴκων ὁρμωμένου Soph. Tr. 861; ῥέων δι' Εὐρώπης Her. 2, 33; διὰ τῶν νεκρῶν διεξήϊε 7, 238; δι' οὐρανοῦ πορεύεσϑαι, Plat. Tim. 39 d; διὰ πυρὸς ἰέναι, Xen. Symp. 4, 16 u. öfter; vgl. διὰ πολλῶν τε καὶ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι An. 5, 5, 8; – διὰ πάντων ἐλϑεῖν, alles durchmachen, Xen. Cyr. 1, 2, 15; ἀπὸ τῆς ἀρχῆς διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξῆλϑον Dem. 18, 179. – Homer setzt bei mehreren Verbis der Bewegung den genitiv. πεδίοιο ohne Präposition, wo in Attischer Prosa der genitiv. mit διά stehn würde; Iliad. 4, 244 αἵ τ' ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο ϑέουσαι. Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ διὰ τὸ ἐλλείπειν τὴν διά πρόϑεσιν, ἵν' ᾖ διὰ πεδίου; Iliad. 23, 372 οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ διά, διὰ πεδίοιο; Iliad. 5, 222. 6, 2. 38. 507. 8, 106. 13, 820. 14, 147. 18, 7. 21, 247. 22, 23. 23, 364. 518. 521, Scholl. Aristonic. zu allen diesen Stellen; eben so ist gebraucht der genitiv. νειοῖο Iliad. 10, 353 ἑλκέμεναι νειοῖο βαϑείης πηκτὸν ἄροτρον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ διά, διὰ νειοῖο. – Seltener c) nebenhin, längs, παρήκει διὰ τῆςδε τῆς ϑαλάσσης ἡ ἀκτή Her. 4, 39; vgl. Od. 10, 391; παρὰ τὴν χηλὴν διὰ τῆς ϑαλάσσης Thuc. 1, 63. Oefter Sp., παριέναι διὰ μειρακίου, Aristaenet. 1, 13. Bei Her. 3, 103, διὰ τῶν ὀπισϑίων σκελέων, ist es = durch beide Schenkel mitten hindurch. – An b) schließt sich d), ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, eigtl. durch alle hin zeichnete er sich aus, d. i. vor allen, Il. 12, 104; so τετίμακε δι' ἀνϑρώπων Pind. I. 3, 55; εὐδοκιμέων διὰ πάντων βασιλέων Her. 6, 63; u. allgemein, διὰ πάντων ϑέης ἄξιον, vor allen, 1, 25: vgl. 8, 37; ähnlich ὑμῖν διὰ πάντων ἥκιστα 8, 142; womit δι' οὐδενὸς ποιεῖσϑαι, Soph. O. C. 590, zu vergleichen, was B. A. 35 = οὐδενὸς π. gesetzt wird. – e) Wie διὰ μάχης ἐλϑεῖν τινι, Eur. I. A. 1415, ἰέναι, Her. 6, 9 Thuc. 4, 92, ἀπικέατο τῷ Ἁρπάγῳ Her. 1, 169, eigtl. »durch den Kampf hindurchgehen«, d. i. »kämpfen« bedeutet, so dient διά zunächst bei ἰέναι u. ä. Verben, dann auch mit ἔχειν, εἶναι, bes. bei Dichtern u. Sp., zur Bezeichnung des Beharrlichen, Ausdauerns u. Festhaltens eines Thuns oder Zustandes, und wird dann eine Umschreibung für ein einfaches Verbum, mit dem Nebenbegriff der Dauer, kann auch oft durch ein Adv. gegeben werden, vgl. Villois. Anecd. II, 79: διὰ ἀγάπης, ἀμελείας, ἐπαίνου, ψόγου, μνήμης ἔχειν, = ἀγαπᾶν, ἀμελεῖν u. s. w.; δι' αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. I. A. 1000; Bacch. 441; δι' αἰτίας ἔχειν, = αἰτιᾶσϑαι, Thuc. 2, 60, wie δι' αἰτίας ἄγειν, Ael. V. H. 9, 32; δι' ἀκριβείας εἰρῆσϑαι, ἐπίστασϑαι, = ἀκριβῶς, Plat. Rep. III, 404 a, u. öfter; δι' ἀπεχϑείας γίγνεσϑαι, = ἀπεχϑάνεσϑαι, Xen. Hier. 9, 1; vgl. Aesch. Prom. 122; διὰ γλώσσης ἰέναι, reden, Eur. Suppl. 114; διὰ μιᾶς γνώμης γενέσϑαι, einmüthig sein, Isocr. 4, 188; διὰ δικαιοσύνης ἰέναι, auf dem Wege der Gerechtigkeit wandeln, Plat. Prot. 323 a; διὰ δίκης ἰέναι τινί, Soph. Ant. 738 Thuc. 6, 60; δι' ἐλπίδος ἔχειν, Herodn. 2, 1, 16; δι' ἐπιϑυμίας εἶναι, Plat. Phaed. 82 e; δι' ἐχϑρᾶς γενέσϑαι, Ar. Ran. 1112; δι'ἡδονῆς ἔχειν, Herodn. 4, 6, 4; διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; Thuc. 2, 11; διὰ πολλῶν μαϑημάτων γενόμενος Luc. Macrob. 22; διὰ μνήμης ἔχειν, Catapl. 9; auch εἶναι, φέρειν, Herodn. 2, 2, 19; δι' οἴκτου ἔχειν, λαβεῖν, Eur. Hec. 851 Suppl. 206; δι' ὀργῆς ἥκειν, ἔχειν, = ὀργίζεσϑαι, Soph. O. C. 909; Thuc. 2, 37. 5, 29; δι' ἡσυχίας εἶναι, Her. 1, 206; διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχειν, 2, 91; vgl. δι' ὀργῆς παίειν, im Zorn, O. R. 807; δι' ὄχλου εἶναι, = ὀχληρόν, Thuc. 1, 73; διὰ πολέμου, διὰ φιλίας ἰέναι, Xen. An. 3, 2, 8; διὰ φιλημάτων ἰέναι, unter Küssen, Eur. Andr. 416; διὰ στόματος ἔχειν, Cyr. 1, 4, 25, wie Plut. Lucull. 1, stets im Munde führen; διὰ τιμῆς ἔχειν, ἄγειν, = τιμᾶν, Plut. Demetr. et Ant. 4; Hdn. 2, 2, 17; Luc. Merc. cond. 33; διὰ τύχης τοιᾶςδ' ἰών Soph. O. R. 775; δι' ὑποψίας, φροντίδος ἔχειν, Plut. Rom. 15; Herod. 3, 2, 9; διὰ φόβου ἔρχεσϑαι, εἶναι, Eur. Or. 747; Thuc. 6, 59; διὰ φυλακῆς ἔχειν, in Gewahrsam halten, Thuc. 7, 8; aufbewahren, D. Hal. 4, 15. So διὰ βραχέων, in kurzem, διὰ βραχυτάτων, Lys. 16, 9; διὰ πάντων, in allen Stücken, Plut. C. Graech. 6; διὰ κεφαλαίων (summarisch) ἀναμνήσω ὑμᾶς Aesch. 2, 25; διὰ τάχους, Thuc. 2, 18 u. öfter, wie διὰ ταχέων, = ταχέως, Xen. An. I, 5, 9. Man vgl. noch διὰ χειρὸς ἔχειν, in der Hand haben, Soph. Ant. 1243, s. unten; handhaben, ἡνίας, Plut. Num. 6; öfter Luc. πρᾶγμα; ähnl. διὰ στέρνων ἔχειν, so gesinnt sein, Plut. Ant. 635. – f) διὰ τοσούτου, in einem großen Zwischenraum, Thuc. 2, 29, u. öfter, διὰ πολλοῠ, διὰ ὀλίγου, z. B. 3, 94. 6, 11, wo man διαστήματος ergänzt; δι' ἄλλων εἴκοσι σταδίων ἄλλος ποταμός ἐστι, in einem Zwischenraum von 20 Stadien, Her. 7, 198; δι' ἐλάσσονος, näher, Thuc. 3, 51; οἱ ἄπωϑεν καὶ μάλιστα οἱ διὰ πλείστου 3, 115; δι' ἐγγυτάτου, 8, 96; διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν, immer nach zehn, 3, 21. Vgl. noch ἐν τῷ διὰ μέσου χρόνῳ, Her. 8, 127. – 2) Von der Zeit, von Her. an, bes. bei Attikern; – a) die Dauer bezeichnend, eine Zeit hindurch, δι' ἡμέρας, διὰ νυκτός, den ganzen Tag, die Nacht hindurch, z. B. δικάζειν, Her. 1, 97 u. öfter; auch mit dem Zusatz ὅλης, Xen. An. 5, 2, 4 u. comici; δι' ἔτους, das ganze Jahr hindurch, Her. 2, 32; Ar. Vesp. 1058; δι' αἰῶνος, immer, Aesch. Ch. 26 u. sonst; auch διὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος, Xen. Cyr. 2, 1, 19; u. so διὰ παντός allein, Soph. Ai. 691; δι' ὀλίγου, kurze Zeit hindurch, Thuc. 1, 77; διὰ βίου, zeitlebens, Plat. Phaed. 75 d; Plut. Caes. 57; δ. παντὸς β., Plat. Conv. 203 d; διά τε τοῦ ἔρωτος καὶ ἔξω γενόμενος, während der Liebe, Phaedr. 236 c; dah. διὰ τέλους, bis ans Ende, Soph. Ai. 670; Xen. Cyr. 3, 3, 35 u. sonst; dah. = beständig, Andoc. 1, 6; Lys. 6, 30, u. öfter bei Rednern. So ist auch Xen. Cyr. 7, 2, 24 zu fassen: πρῶτον μὲν ἐκ ϑεῶν γεγονώς, ἔπειτα δὲ διὰ βασιλέων πεφυκώς, durch eine fortlaufende Reihe von Königen von den Göttern abstammend. – b) Einen Zeitabstand bezeichnend, seit, nach; διὰ χρόνου, nach einiger Zeit, auch nach langer Zeit, Lys. 1, 12; Plat. Rep. I, 328 c; Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 1, 4, 28; διὰ πολλοῦ χρόνου, Ar. Plut. 1045; διὰ μακρῶν χρόνων, Plat. Tim, 22 d; u. allein, διὰ μακροῦ, Arr. An. 5, 2, 8; Luc. Asin. 46; δι' ἐτῶν δέκα, Pol. 22, 26, der auch διὰ προγόνων, seit den Vorfahren, sagt, 22, 4. Mit Ordinalzahlen wird die Wiederkehr einer Handlung nach einem bestimmten Zeitraume bezeichnet: διὰ τρίτης ἡμέρας, alle drei Tage, Her. 2, 37; διὰ πεντετηρίδος, alle fünf Jahre, 3. 97 (aber δι' ἑνδεκάτου ἔτους, nach Verlauf von elf Jahren, 1, 62); δι' ἔτους πέμπτου συνάγειν, Ar. Plut. 584; δι' ἐνάτου ἔτους, Plat. Legg. I, 624 b. – 3) durch, vermittelst, was zunächst räumlich ist, φϑόγγος με βάλλει δι' ὤτων Soph. Ai. 1078; vgl. El. 727; δι' ὄμματος λείβειν δάκρυον O. C. 1252; δι' ὁσίων χειρῶν ϑιγεῖν 471; διὰ χειρῶν κομίζειν, in den Händen tragen, Plut. Cim. 5; vgl. διὰ χειρὸς ἄγειν, Soph. Ant. 916; Plut. Pomp. 22; δι' ὀλίγου πόνου κεκτημένος Thuc. 7, 70; αἱ αἰσϑήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν, Plat. Prot. 334 c; διὰ τοῦ στόματος, Phaedr. 250 d; τῶν ἡδονῶν αἳ διὰ τοῦ σώματός εἰσιν. d. i. körperliche, sinnliche, Phaed. 65 a; vgl. Xen. Mem. 4, 5, 3, u. πάντα διὰ στόματος ἡδέα, 1, 4, 5. Uebh. vermittelst, durch, δι' ἑρμηνέως λέγειν, Xen. An. 2, 3, 17 u. öfter, wie Pol. 5, 83; δι' ἀγγέλου λέγειν, Her. 7, 203; vgl. Aesch. 3, 95 ἀφικνεῖται οὐκέτι δι' ἀγγέλων ἀλλ' αὐτός; u. πέμψας διὰ τῶν μαϑητῶν Matth 11, 2; γέγραπται διὰ τοῦ προφήτο υ 2, 5; vollständig τὸ ῥηϑὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῠ προφήτου, 1, 22; auch εἶδον δι' ἐκείνων Her. 1, 113. 117; πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός, durch Schuld, Aesch. Ag. 442; δι' ὧνπερ χειρῶν ὤλετο Soph. O. R. 822. Zu beachten ist Plat. Theaet. 184 d, wo ᾡ ὁρῶμεν u. δι' οὗ ὁρῶμεν unterschieden wird. – Διὰ λόγων συγγενέσϑαι, Plat. Polit. 272 d; διὰ τοῦ ἐμοῠ στόματος ἐλέχϑη Phaedr. 242 d; vgl. auch δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ διὰ βίας ποιεῖσϑαι, Phil. 58 a; Aesch. 3, 121 sagt οὐ δι' αἰνιγμάτων ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται. Etwas anders διὰ μέλανος γράφειν, Plut. Sol. 17; διὰ ποιήματος λόγον ἐξενεγκεῖν, ibd. 26. Bei Sp. sogar zur Angabe des Stoffes, βρώματα διὰ γάλακτος καὶ μέλιτος, Ath. XIV, 646 e; δι' ἀλφίτου πεποιημέναι ϑυσίαι, Plut. Num. 8, wie εἴδωλα κατασκευάζειν δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ, D. Sic. 17, 115; u. noch auffallender κυάϑιον δι' ἀργυρίου, Poll. 6, 105. – Besonders häufig, wie man διὰ τοιούτων αἰτιῶν, Plat. Tim. 57 c, δι' ἐμοῦ γιγνόμενα, ibd. 41 c sagt, ist im Att. δι' ἑαυτοῦ, durch sich selbst, ohne fremde Beihülfe, selbstständig, z. B. κτᾶσϑαί τι, Xen. Cyr 1, 1, 4; διέλυε τὰ χρήματα, aus eigenen Mitteln, Dem. 88, 12; vgl. Pol. 7, 8 u. öfter; bes. ποιεῖσϑαί τι, Dem. 51, 22; ἀπολογίαν διὰ σαυτοῦ ποίησαι Aesch. 3, 242. Dah. δι' ἑαυτοῦ ἔχειν, in seiner Gewalt haben, πόλιν, βουλευτήριον, Dem. 15, 14. 22, 38; ὅπως δι' ἑαυτῶν ἔσοιτο ἡ οὐσία Is. 6, 36. – Die Gramm. bezeichnen bes. die Orthographie durch γράφεται διὰ τοῦ ᾱ, ῶ u. s. w.
B. Mit dem accusativ. – 1) vom Orte, nur p., durch, genau in demselben Sinne, wie die Attische Prosa διά mit dem genitiv. vom Raume gebraucht. Hom. Iliad. 10, 298 βάν ῥ' ἴμεν –, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας, διά τ' ἔντεα καὶ μέλαν αἱμα, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι πτῶσις ἐνήλλακται, δι' ἐντέων καὶ μέλανος αἵματος; Iliad. 10, 469 und Scholl. Aristonic.; Iliad. 15, 1 αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, Scholl. Aristonic. ἀντὶ τοῦ διὰ σκολόπων καὶ τάφρου, ὡς τὸ »διά τ' ἔντεα καὶ μέλαν αἱμα ( Iliad. 10, 298)«. ἢ τὸ ἑξῆς διέβησαν τούς τε σκόλοπας καὶ τὴν τάφρον (dies Letztere spricht Friedländer dem Aristonicus ab); vgl. Iliad. 7, 247. 5, 858; ob in dgl. Stellen Tmesis anzunehmen sei, oder nicht, wird sich schwerlich überall entscheiden lassen; Iliad. 12, 62 διὰ τάφρον ἐλαύνομεν ἵππους; Iliad. 22, 190 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν κύων ἐλάφοιο δίηται, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀντὶ τοῦ δι' ἀγκέων καὶ βησσῶν; Odyss. 10, 281 δι' ἄκριας ἔρχεαι; 7, 139 βῆ διὰ δῶμα, Scholl. Aristonic. διὰ τοῦ δώματος; Odyss. 10, 150 καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χϑονὸς εὐρυοδείης Κίρκης ἐν μεγάροισι, διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην; Iliad. 14, 91 μῦϑον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στόμα πάμπαν ἄγοιτο, ὅς τις ἐπίσταιτο κτἑ., im Munde führen; – διὰ σέλματα νηός Archil. 5; φεύγειν διὰ κῦμα ἅλιον, auf der Meereswoge, Aesch. Suppl. 15; vgl. Eur. Hipp. 762 u. sonst, nur in Chören; ἐπὶ χϑόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν Pind. I. 3, 59; διὰ στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes. Th. 65; διὰ στόμα ἔχειν, Ar. Lys. 855; vgl. Aesch. Spt. 51. 475. 561; Eur. Or. 103. – Zuweilen ist dies διά c. accusat. nicht wesentlich dem Sinne nach von ἐν verschieden; ähnlich wie sich ἀνά und κατά c. accusat. zu ἐν verhält, so auch dies διά cum accusat.: Aeschyl. Suppl. 868 καὶ γὰρ δυσπαλάμως ὄλοιο δι' ἁλίρρυτον ἄλσος, κατὰ Σαρπηδόνιον χῶμα πολυψάμαϑον ἀλαϑεὶς εὐρείαις εἰν αὔραις; Soph. O. R. 867 ὧν νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες, οὐρανίαν δι' αἰϑέρα τεκνωϑέντες, ὧνὌλυμπος πατὴρ μόνος; so ist wohl auch zu fassen Hesiod. Th. 631 δηρὸν γὰρ μάρναντο, πόνον ϑυμαλ γέ' ἔχοντες, Τιτῆνές τε ϑεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο, ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας; sehr zweideutig ist Hom. Iliad. 2, 40 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας, was wohl eben so gut heißen könnte »vermittelst der Schlachten« wie »in den Schlachten«. – 2) Eben so wie vom Raume wird διά c. accusat. auch von der Zeit ungefähr = ἐν gebraucht, auf die Frage »wann«: Iliad. 8, 510 μή πως καὶ διὰ νύκτα Ἀχαιοὶ φεύγειν ὁρμήσωνται; 2, 57 ἀμβροσίην διὰ νύκτα; 10, 41 νύκτα δι' ἀμβροσίην; 10, 83 νύκτα δι' ὀρφναίην; 10, 297 διὰ νύκτα μέλαιναν; dies » durch die Nacht« ist nicht so viel wie »die Nacht hindurch«, sondern im Wesentlichen nichts Anderes als »bei Nacht«, »während der Nacht«, »in der Nacht«, »zur Nachtzeit«; nur ist die zu Grunde liegende Vorstellung bei διὰ νύκτα eine andere; – Mosch. 4, 91 πρὸς δ' ἔτι μ' ἐπτοίησε διὰ γλυκὺν αἰνὸς ὄνειρος ὕπνον. – 3) vom Mit tel oder Werkzeuge, durch, vermittelst, fast nur dichterisch; die Attische Prosa gebraucht regelrecht in dieser Bdtg διά c. genitiv.; Odyss. 8, 520 νικῆσαι διὰ Ἀϑήνην; Iliad. 10, 497 διὰ μῆτιν Ἀϑήνης; 15, 71 Ἀϑηναίης διὰ βουλάς; δι' ἀρετὴν οὐ διὰ τύχην νικᾶν, Isocr. 4, 91; ὅσοις σώζεσϑαι μὲν ἤρκει δι' ὑμᾶς Xen. An. 5, 8, 13; Dem. 24, 7 διὰ τοὺς ϑεοὺς ἐσώϑην; λέγονται Ἀϑηναῖοι διὰ Περι κλέα βελτίους γενέσϑαι Plat. Gorg. 515 e; ταχὺς γενόμενος διὰ τὸν παιδοτρίβην ibd. 520 c; πλείω διὰ σὲ εἴρηκα Theaet. 210 b; διὰ τίν' ἄρχει ὁ Ζεύς; Ar. Plut. 130, wo διὰ τἀργύριον geantwortet wird; εἴ τι ἔστι λαμπρὸν – διὰ σὲ γίγνεται ibd. 145; διὰ τοὺς εὖ μαχομένους αἱ μάχαι κρίνονται Xen. Cyr. 5, 2, 35. Bes. ist zu merken das elliptische εἰ μὴ διά τινα, z. B. Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραϑρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ διὰ τὸν πρύτανιν, ἐνέπεσεν ἄν, wenn es nicht durch den Prytanen verhindert wäre, Plat. Gorg. 516 d; εἰ μὴ διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν Thuc. 2, 18; Ar. Vesp. 558; Dem. 19, 90. – 4) Am gewöhnlichsten bezeichnet διά c. accusat. die Ursache, » wegen«, »um – willen«, und dies ist in Attischer Prosa der regelmäßige Gebrauch von διά c. accusat.; der Unterschied von ἕνεκα besteht darin, daß dieses den Zweck angiebt, die Absicht; also z. B. πολέμου ἕνεκα = »damit Krieg sei«, διὰ τὸν πόλεμον = »weil Krieg ist (war, sein wird)«. Hom. Iliad. 15, 41 μὴ δι' ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, τοῖσι δ' ἀρήγει, ἀλλά που αὐτὸν ϑυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει, mein Wille ist nicht die Ursache, ich bin nicht schuld; Od. 19, 523. 154; τῷ δι' ἀτασϑαλίας ἔπαϑον κακόν, wegen ihrer Frevel, Od. 23, 67; so bes. in Prosa διὰ τί, weswegen?, warum?, διὰ ταῦτα, deswegen, διὰ τό seq. inf. u. acc. c. inf. Bei Arist. Nic. Eth. 10, 2, 2 entspricht dem δι' ἕτερον μηδὲ ἑτέρου χάριν αἱρεῖσϑαίτι nachher τίνος ἕνεκα. – Homer setzt für διά mit dem accusat. in der Bdtg »wegen«, »um – willen« auch den dativ. ohne praeposit.: Iliad. 5, 875 σοὶ πάντες μαχόμεσϑα· σὺ γὰρ τέκες ἄφρονα κούρην, οὐλομένὴν, ᾗ τ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ διὰ σέ ; Odyss. 9, 19 εἴμ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνϑρώποισι μέλω, Scholl. παρεῖται ἡ διά, καὶ ἡ δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς κεῖται· διὰ δόλους γὰρ μέλω. ὅμοιόν ἐστι τῷ »σοὶ πάντες μαχόμεϑα ( Iliad. 5, 875)«, τουτέστι διὰ σέ.
Dem regierten Worte findet sich διά nachgestellt, z. B. ὅντε διά Hes. O. 3. φρυκτωρῶν διὰ πεισϑεῖσα Aesch. Ag. 590, ἣν διὰ πολλὰ παϑών Hermesianax bei Ath. XIII, 597 e; anastrophirt wird aber διά nicht, s. Lehrs Quaest. ep. p. 73.
In Zusammensetzungen bezeichnet διά 1) Bewegung u. Verbreitung in Raum u. Zeit, διαγίγνεσϑαι, διαφαίνω, bes. bis zum Ziel hindurch führen, διατελέω, διαπράττω, übh. Verstärkung des simplex, διαφϑείρω. – 2) Trennung. zer-, auseinander, διαιρεῖν, διαλύειν, διαγιγνώσκω. – 3) Wetteifer, Wechselwirkung, mit-, untereinander, διαλέγομαι, διαδικάζεσϑαι, διαφιλοτιμέομαι, u. daher Auszeichnung, διαφέρειν, διαπρέπειν, – 4) Mischung, διάλευκος, διάχρυσος.
Das ι ist zu Anfang des Verses bei Hom. einigemal lang, Il. 3, 357. 4, 135. 7, 251. 11, 435; α ist in der Vershebung lang, wofür Aesch. διαί sagt.
-
13 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------ -
14 освоение
освоениес ἡ ἀφομοίωση [-ις], ἡ κατάκτηση [-ις], ἡ κατάχτηση:\освоение новой техники ἡ κατάκτηση τής νέας τεχνικής· \освоение це-ли́нных и залежных земель ἡ ἀξιοποίηση τῶν ἀκαλλιέργητων καί χέρσων ἐκτάσεων \освоение космоса ἡ κατάκτηση τοῦ κοσμικού διαστήματος. -
15 ἐξισόω
A make equal or even, bring to a level with, ; μηδ' ἐξισώσῃς τάσδε τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ib. 1507;ἐ. τοῖς μεγίστοις ἐγκλήμασι τὸ πρᾶγμα Antipho4.2.1
; ἐ. ζυγά bring the teams abreast, S.El. 738:—[voice] Med., make oneself equal,δράκοντι μῆκος ἐξισουμένην σαύραν Babr.41.2
:—[voice] Pass., to be or become equal, c. dat., Hdt. 2.34,6.111, Pl.R. 563a, etc.; to be reduced to a level with,τινί Hdt.8.13
; to be a match for, rival, Th.2.97, D.S.2.52; .3 [voice] Pass., φύλοπις οὐκέτ' ἐξισοῦται is levelled, equalized, i.e. resolved in harmony, S.El. 1072 (lyr.); lit., levelled,J.
BJ5.3.5.II intr., to be equal or like, μητρὶ δ' οὐδὲν ἐξισοῖ acts in no way like a mother, S. El. 1194;ἐ. τοῖς ἄλλοις Th.6.87
; τισί make a line of battle equal to the enemy's, Id.5.71.
См. также в других словарях:
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
αβαρούς, σημείο του- — Το σημείο του Διαστήματος όπου εξισορροπούνται οι έλξεις δύο ουράνιων σωμάτων (Γη Σελήνη στα 9/10 της απόστασης) … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek